Ψυχοσάββατα

Τις Παρασκευές, πριν τα ψυχοσάββατα των «κοινών» μνημόσυνων (Απόκρεω και «Ρουσαλιού») , πήγαιναν στο Νεκροταφείο, για να ψάλει ο παπάς τους πεθαμένους τους. Τις Παρασκευές αυτές τις ονόμαζαν «ψυχοπαράσκευα».

Οι γυναίκες από το βράδυ της Πέμπτης «ανάπιαναν» προζύμι. Την Παρασκευή το πρωί ζύμωναν τα πρόσφορα και έβραζαν το σιτάρι για να παρασκευάσουν τα κόλλυβα. Στη συνέχεια ετοίμαζαν το ¨πιάτο¨ με τα κόλλυβα (συνήθως ένα βαθύ πιάτο ή μικρός δίσκος).
Από νωρίς το απόγευμα άρχιζαν σιγά-σιγά όλοι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, να πηγαίνουν στο νεκροταφείο με το πιάτο τα κόλλυβα «σπερνά» και με ένα σακούλι με τη λαγάνα και ένα τραπεζομάχαιρο.
Η κάθε οικογένεια πήγαινε στον οικογενειακό της τάφο. Άναβε κεριά και το καντηλάκι των νεκρών της και περίμεναν τον παπά να περάσει να διαβάσει. Όταν ο παπάς ερχόταν στο μνήμα, η νοικοκυρά του έδινε στο χέρι το συχωροχάρτι ή ψυχοχάρτι ή μεριδοχάρτι στο οποίο αναγραφόντουσαν τα ονόματα της οικογένειας που είχαν μέχρι τότε πεθάνει. Ο παπάς τα μνημόνευε, ένα προς ένα. Μετά το τέλος του ψαλσίματος, η γυναίκα σταύρωνε τη λαγάνα και την έκοβε κομμάτια και πήγαινε στο προαύλιο της εκκλησίας για να μοιράσει το ψωμί και τα κόλλυβα. Το
ίδιο έκαναν και οι άλλες γυναίκες. Εκεί μοίραζαν οι γυναίκες σε όλους το «συχώριο» για τους πεθαμένους. Ακουγόταν τότε, αμέτρητες φορές η ευχήΘεός συχωρέστους . Μερικές γυναίκες, μαζί με το ψωμί και τα κόλλυβα, προσέφεραν και κρασί,.
Έπρεπε να πάρουν όλοι ψωμί «κουμούτσι» και κόλλυβα, διαφορετικά, εθεωρείτο  περιφρόνηση για τους νεκρούς. Έτσι ο κάθε ένας συγκέντρωνε αρκετά κομμάτια ψωμί που ήταν δύσκολο να τα κρατήσει στα χέρια του, εάν δεν είχε κάνει ειδική πρόβλεψη για το που θα τα βάλει.
Κατά εκείνο το χρόνο, οι γυναίκες που είχαν φέρει μαζί τους και το πρόσφορο, το έδιναν στον παπά, μαζί με το «μεριδοχάρτι», για να  διαβάσει τα ονόματα στη λειτουργία του Σαββάτου. Όσες δεν το έδιναν τότε, το πήγαιναν πρωί-πρωί στην εκκλησία, όταν πήγαιναν το πιάτο με τα κόλλυβα και το έδιναν τότε στον παπά. Το Σάββατο το πρωί, πήγαιναν στην εκκλησία κόλλυβα ¨ένα πιάτο στάρι¨, το οποίο μοίραζαν στο τέλος της λειτουργίας.

3. «Τα Ρουσαλιού».
Το τελευταίο Ψυχοσάββατο. Τα Ρουσαλιού «τα αη Ρουσαλιού» ήταν γνωστή γιορτή στο Βυζάντιο και γινόταν τον Μάιο ή Ιούνιο. Αρχικά ήταν γιορτή της Άνοιξης με λουλούδια (κυρίως τριαντάφυλλα εξ΄ ου και το όνομα «rosalia») και γιορταστικά συμπόσια, που μετέπειτα συνδέθηκε με τη νεκρολογία και μεταβλήθηκε σε εκδήλωση τιμής για τους νεκρούς.
Το Σάββατο αυτό ο λαός μας το θεωρεί μαύρο και βαρύ, γιατί πιστεύει ότι κλείνονται οι ψυχές στον κάτω κόσμο, τους αφαιρείται δηλαδή η ελευθερία που τους είχε δοθεί από τον Ιησού Χριστό.
Όπως πιστευόταν, με το άνοιγμα του Τριωδίου, ο Χριστός αφήνει τις ψυχές να βγουν ελεύθερες «τις αμπολάει» στο τόπο όπου έζησε η κάθε μια. Και επειδή αφήνονται ελεύθερες την εβδομάδα του Τριωδίου, δεν νηστεύονται η Τετάρτη και η Παρασκευή «είναι απολυτές».
Τα ψυχοσάββατα, πριν την Κυριακή της Τυρινής και των Αγίων Θεοδώρων, πήγαιναν στην εκκλησία, όσοι ήθελαν, ένα «πιάτο σπερνά» και ένα πρόσφορο για διάβασμα.
Τα κόλλυβα την ημέρα των Αγίων Θεοδώρων, τα έφτιαχναν με βρασμένο σιτάρι, ρόδια και σταφίδα.

Γιάννης Μητρόπουλος

kopanakinews