Σεμπριά

 Η σεμπριά ήταν μία σχέση συνεταιρικής επιχείρησης, θα λέγαμε, μεταξύ των μελών δύο τουλάχιστον οικογενειών. Λειτουργούσε άτυπα, με προφορική συμφωνία, με το λόγο των ανδρών κυρίως. Σκοπός της ήταν η από κοινού καλλιέργεια των χωραφιών, όργωμα-διβόλισμα-σπορά-βοτάνισμα-θερισμός-αλώνισμα-μεταφορές κ.λ.π., που ανήκαν στις δύο οικογένειες.

  Το όργωμα με ζευγάρι, στο χωριό Αυλώνα Τριφυλίας

Όργωμα

    Πρυτάνευε η απόλυτη συνεργασία, ο διάλογος, ο προγραμματισμός, η οργάνωση που αφορούσε στα εργαλεία, αλέτρια για το όργωμα των χωραφιών, αξίνες, κασμάδες, λαιμαργιές και ζυγοί για τα ζευγάρια των ζώων, άλογα-μουλάρια-γαϊδούρια-βόδια, λοστάρια για να ξεριζώνονται οι πέτρες που εμφανίζονταν στο όργωμα και που πολλές φορές έσπαγαν το υνί του αλετριού κ.λ.π.

    Η  σεμπριά έφερνε πιο κοντά τη μία οικογένεια με την άλλη. Έδινε ευκαμψία για συζήτηση των όποιων προβλημάτων, πάντα με στόχο και σκοπό την επίλυσή τους. Καταργούσε στην πράξη τη μοναξιά, το εμείς διασφάλιζε ομόνοια, συνεργασία, αλληλεγγύη, ανθρωπιά. Στοιχεία απαραίτητα για τη χάραξη δρόμων, για ένα καλύτερο αύριο, για μια ανθρώπινη κοινωνία.      

       Ορισμένα από τα στοιχεία για να γίνει η σεμπριά, ήταν συνήθως, η γειτονιά στα σπίτια, οι γείτονες στα χωράφια, οι ταιριαστοί χαρακτήρες (να έχουν τα ίδια χνώτα), η ύπαρξη ισάξιων-όμοιων ζώων π.χ. μουλάρι-μουλάρι, ή άλογο-άλογο κ.λ.π.
 
       Μερικές φορές η σεμπριά χάλαγε, όταν π.χ. υπήρχαν διαφωνίες, έχανε (ψώφαγε) το ζώο ο ένας, πούλαγε το χωράφι ή το έδινε προίκα στην αδελφή ή στη θυγατέρα, όταν μεγάλωναν τα παιδιά και η σεμπριά γινόταν μέσα στην ίδια οικογένεια κ.λ.π.

      Οι άνδρες, οι πατεράδες μας, έκαναν περισσότερο παρέα στα μαγαζιά του χωριού, αντάλλασσαν απόψεις, σκέψεις, ιδέες. Οι μανάδες μας έκαναν τα ίδια στον τομέα τους, αλληλοβοήθεια κ.λ.π. Εμείς τα παιδιά ερχόμαστε πιο κοντά και αναπτύσσαμε φιλία. Συνήθως όταν φεύγαμε από το χωριό και πηγαίναμε στην πόλη στο Γυμνάσιο, μέναμε στο ίδιο σπίτι και πολλές φορές στο ίδιο δωμάτιο, κάναμε παρέα και αλληλοϋποστηριζόμαστε στις δυσκολίες. Οι γονείς μας, οι σέμπροι, μας έφερναν τις Κυριακές με το ζώο, με τη σειρά τα τρόφιμα της εβδομάδος, τα καθαρά ρούχα και τα λιγοστά χρήματα για τις ανάγκες μας, ενώ έπαιρναν ότι τους δίναμε να πάνε στα σπίτια μας στο χωριό.

      Τα χρόνια πέρασαν, κύλησαν, εμείς μεγαλώσαμε και μετά το Γυμνάσιο-Λύκειο, φύγαμε για άλλη γη, άλλα μέρη, χωρίς φυσικά ποτέ να ξεχάσουμε, τόσο τους δικούς μας, τους συγγενείς, τους φίλους, τους συγχωριανούς, το χωριό μας και πάντα με νοσταλγία θυμόμαστε όλα αυτά, τόσο στις συζητήσεις μας, όσο κυρίως όταν πηγαίνουμε στο χωριό.

      Η λεγόμενη εξέλιξη, καλή ή άσχημη, πήγε και στα χωριά. Έγιναν δρόμοι, ήλθε το ηλεκτρικό ρεύμα, ήλθαν τα τρακτέρ κ.λ.π. Έτσι οι δυνατότητες της κάθε οικογένειας, με τα τεχνικά μέσα, πολλαπλασιάστηκαν και οι σεμπριές πλέον δεν χρειάζονται, δεν είναι απαραίτητες. Πέραν τούτων, οι κάτοικοι των ορεινών κυρίως χωριών εμειώθηκαν. Τα πετρώδη χωράφια δεν καλλιεργούνται πλέον. Έγιναν βοσκότοποι, γι’ αυτούς που έχουν κτηνοτροφία (γιδοπρόβατα).

     Όμως η σεμπριά ήταν στα χρόνια εκείνα, κάτι το όμορφο, το ωραίο, το αληθινό, το απαραίτητο, το ανθρώπινο. Ίσως, τολμώ να ειπώ, η αγνή αλληλοβοήθεια μεταξύ των οικογενειών. Μακάρι κάτι αντίστοιχο να μπορούσε να γίνει στις σημερινές δραστηριότητες.  Εκτιμώ ότι θα γινόμαστε καλύτεροι άνθρωποι.

Πηγές:

  • Εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ ΤΩΝ ΚΟΚΛΕΩΝ», φύλλο 21